- γεγραφότων
- γράφωscratchperf part act masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λογογράφος — ο και η (Α λογογράφος) ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή αρχ. 1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.) 2. (μερικές φορές ως… … Dictionary of Greek